- μηκωνίου
- μηκώνιονAcut. (Sp.)neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
μηκώνιο — το (Α μηκώνιον) [μήκων] 1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος 2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο… … Dictionary of Greek